- ληθεδανός
- ληθεδανόςcausing forgetfulnessmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ληθεδανός — ληθεδανός, ή, όν (Α) αυτός που επιφέρει λήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ληθεδών (πρβλ. τυφεδανός < τυφεδών] … Dictionary of Greek
ληθεδανόν — ληθεδανός causing forgetfulness masc acc sg ληθεδανός causing forgetfulness neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νωτιδανός — ο (Α νωτιδανός) γένος σελαχίων στο οποίο ανήκουν είδη μεγαλόσωμων ψαριών με οξύ νωτιαίο πτερύγιο και με επίμηκες και χοντρό κεφάλι που απολήγει σε οξύ ρύγχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + κατάλ. (ι)δανός (πρβλ. ουτιδανός, ληθεδανός)] … Dictionary of Greek